Ονώριος

Ονώριος
I
(Κωνσταντινούπολη 384 – Ραβένα 423). Αυτοκράτορας του δυτικού τμήματος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (395-423) μετά την οριστική διαίρεση της (395) από τον πατέρα του Θεοδόσιο τον Μεγάλο σε ανατολικό και δυτικό τμήμα.
Η βασιλεία του Ο. –που ανήλικος αναρρήθηκε στον θρόνο και είχε κύριο σύμβουλό του τον γερμανικής καταγωγής Στιλίχωνα– συνέπεσε με μια ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο για την αυτοκρατορία, όταν τα κύματα των βαρβάρων εισέβαλαν από παντού στο κράτος και ήταν πλέον φανερή η επικράτηση του γερμανικού στοιχείου στη δυτική Ευρώπη. Από τους ποικίλους εισβολείς που ταλαιπώρησαν την εποχή αυτή την αυτοκρατορία, ο αρχηγός των Βησιγότθων Αλάριχος ήταν ο πιο επικίνδυνος. Ο Στιλίχων τον αντιμετώπισε με επιτυχία στις πρώτες απόπειρές του εναντίον της Ιταλίας, η συμβιβαστική όμως πολιτική που ακολούθησε απέναντι του –πολιτική που ίσως του την υπαγόρευε η γερμανική του καταγωγή– ενώ αποθάρρυνε τον Αλάριχο, δημιούργησε υπόνοιες για την ελικρίνειά του, που τελικά οδήγησαν σε συνωμοσία εναντίον του και στη θανάτωσή του. Μετά την εκτέλεση του Στιλίχωνα οι σχέσεις μεταξύ Ανατολής και Δύσης, που είχαν ενταθεί, κυρίως εξαιτίας των διεκδικήσεων της Δύσης επί του Ιλλυρικού –πολιτικής που είχε εφαρμόσει ο Στιλίχων– αποκαταστάθηκαν, η εσωτερική όμως κατάσταση περιπλέκεται με τους συμβούλους που διαδέχτηκαν τον Στιλίχωνα, ενώ οι εχθροί επωφελήθηκαν και ολοκλήρωσαν τις καταστροφές. Το εντυπωσιακότερο γεγονός της βασιλείας του Ο. υπήρξε η φοβερή λεηλασία της Ρώμης από τον Αλάριχο (410) που, παράλληλα με την υλική καταστροφή, είχε και τεράστια ηθική απήχηση.
Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Ονώριος, ανάγλυφο σε δίσκο της εποχής.
II
Όνομα τεσσάρων παπών.
1. Ο. A’ (625-638). Κατά τη διάρκεια της αρχιερατείας του διαδόθηκε στην Ανατολή η αίρεση του μονοθελητισμού.
2. Ο. B’ (1124-1130). Υποστήριξε, στον αγώνα για την αυτοκρατορική διαδοχή, τον Λοθάριο Δ’ του Σούπλιμπουργκ, αρχηγό του κόμματος των γουέλφων, εναντίον του Φρειδερίκου και του Κορράδου της Σουηβίας, γιβελίνων, τους οποίους αφόρισε (1128).
3. Ο. Γ’(1216-1226). Διάδοχος και κληρονόμος του προγράμματος του Ιννοκέντιου Γ’, εμπιστεύτηκε τον Φρειδερίκο B’ και τον έστεψε αυτοκράτορα (1220), ελπίζοντας ότι θα κρατούσε την υπόσχεση του να επιχειρήσει σταυροφορία. Κατά τη διάρκεια της αρχιερατείας του άκμασαν τα τάγματα των Φραγκισκανών και Δομινικανών επαιτών μοναχών.
4. Ο. Δ’ (1285-1287). Όπως και ο προκάτοχος του Μαρτίνος Δ’, επιτίμησε τους Σικελούς και τους Αραγωνίους για τον πόλεμο με τον Κάρολο B’ τον Ανδηγαυικό (πόλεμος των Σικελικών Εσπερινών). Ενίσχυσε το πανεπιστήμιο των Παρισίων, όπου προήγαγε τις ανατολικές σπουδές, έχοντας ως βασικό σκοπό να πετύχει την προσέγγιση με την Ορθόδοξη Εκκλησία και μια καλύτερη γνώση του μουσουλμανικού κόσμου.
Ο πάπας Ονώριος Γ’, λεπτομέρεια τοιχογραφίας του Τζιότο, στον Άγιο Φραγκίσκο της Ασσίζης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ονώριος B’ — (1009 – 1072). Αντίπαπας της Ρώμης (1061). Αρχικά διετέλεσε επίσκοπος Πάρμας με το όνομα Πέτρος Καδάλοος. Εξελέγη πάπας από τη Σύνοδο της Βάδης, με την υποστήριξη του αυτοκράτορα Ερρίκου Δ’ και του λομβαρδικού κλήρου, για να αντιπράξει στον… …   Dictionary of Greek

  • αμφιθέατρο — Οικοδόμημα για θεάματα, τυπικό της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής. Βασικά αποτελείται από μια ελλειπτική κονίστρα, την αρένα (ονομάστηκε έτσι γιατί ήταν στρωμένη με άμμο και στα λατινικά, arena σημαίνει άμμος), γύρω από την οποία βρίσκονται σε κλιμακωτή …   Dictionary of Greek

  • δονατισμός — Χριστιανική κίνηση που αναπτύχθηκε στις αρχές του 4ου αι. στην Αφρική, μετά τον μεγάλο διωγμό των χριστιανών την εποχή του Διοκλητιανού. Δημιουργήθηκε για να εναντιωθεί στην υποχωρητική στάση απέναντι στις πολιτικές αρχές, την οποία συνιστούσε ο… …   Dictionary of Greek

  • Αθάουλφος — (; – 415 μ.Χ.). Βασιλιάς των Βησιγότθων (410 415). Ήταν αδελφός της συζύγου του Αλάριχου. Μετά τη λεηλασία της Ρώμης το 410, ο Αλάριχος πέθανε και την αρχηγία των Βησιγότθων ανέλαβε ο Α. Ο αυτοκράτορας Ονώριος συμφιλιώθηκε μαζί του, τον ονόμασε… …   Dictionary of Greek

  • Αλάριχος — Όνομα δύο βασιλιάδων των Βησιγότθων. 1. Α. Α’ (Πεύκη, Δέλτα του Δούναβη 370 – Κοσέντσα, Ιταλία, 410). Βασιλιάς των Βησιγότθων (395 410). Αρχηγός στρατιάς Βησιγότθων, μισθοφόρων του ρωμαϊκού κράτους, προσπάθησε μετά τον θάνατο του Θεοδόσιου (395)… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Ραβένα — (Ravenna). Πόλη της βόρειας Ιταλίας, 13 χλμ. από την αδριατική ακτή, με την οποία επικοινωνεί μέσω του καναλιού λιμανιού Κορσίνι· πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (1859 τ. χλμ.). Κόμβος σημαντικών συγκοινωνιακών οδών και κέντρο μιας εύφορης… …   Dictionary of Greek

  • Σταυροφορίες — Ονομάζονται έτσι οι πολεμικές εκείνες επιχειρήσεις των Δυτικοευρωπαίων (11ος 13ος αι.), που εγκαινιάζονται με πρωτοβουλία των παπών και στόχο την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων από τους Μωαμεθανούς και ειδικότερα από τους Σελτζούκους Τούρκους, και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”